-
1 διατηρέω
διατηρ-έω, [dialect] Boeot. [suff] διατηρ-τᾱρέω Supp.Epigr.1.132.8 (ii B. C.), but [dialect] Dor. [suff] διατηρ-τηρέω SIG541A4:—2 maintain, τὴν ἐλευθερίαν Decr. ap. D.18.184; τὴν τάξιν Decr.ib.37; ;τὰ τοῦ βίου δίκαια Men.637
;τὴν πόλιν καὶ τὴν ἑαυτῶν πίστιν Plb.1.7.7
;τὴν εὔνοιαν IG12(7).506
;τὴν ἀφθαρσίαν Phld.D.3
Fr.19, etc.:—[voice] Med., - εῖται τὸν καιρόν observes, ib.Fr.77:—[voice] Pass.,ὅταν διατηρηθῶσιν οἱ νόμοι τῇ πόλει Aeschin.3.6
;ἀλειτούργητος -τηρείσθω ἡ θεία φύσις Epicur.Ep.2p.42U.
3 with predicates,βοῦς ἐννέα ἔτη δ. ἀνοχεύτους Arist.HA 595b18
;ἀβλαβές δ. Plb.7.8.7
;ἀφλυκταίνωτα δ. τὰ μέρη Dsc.5.156
;δ. τὸν πόλεμον Plu. Dio33
.4 δ. ἑαυτὸν ἔκ τινος keep oneself from.., Act.Ap.15.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατηρέω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий